καταποδιαστός

καταποδιαστός
-ή, -ό
1. αυτός που ακολουθεί κάποιον καταπόδι, από πίσω
2. αλλεπάλληλος, συνεχόμενος («καταποδιαστές επέσαν οι συφορές στο σπίτι του»).
επίρρ...
καταποδιαστά
1. χωρίς σταμάτημα
2. ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπόδι + κατάλ. -ιασ-τός κατά τα ρηματ. επίθ. ρημάτων σε -ιάζω (πρβλ. κομπιαστός < κομπιάζω, πλαγιαστός < πλαγιάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταποδιαστός — ή, ό επίρρ. ά που ακολουθεί κάποιον κατά πόδας, που έρχεται πίσω από άλλον, ο αλλεπάλληλος: Τον κυνηγούν οι τύψεις καταποδιαστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”